- νοικοκύρεμα
- και νοικοκύρευμα, το [νοικοκυρεύω]ευτρεπισμός, τακτοποίηση, συγύρισμα, συμμάζεμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποκατάσταση — Η επάνοδος στην αρχική θέση ή κατάσταση που βρισκόταν κανείς πρώτα. Χρησιμοποιείται επίσης και με την έννοια της ανάρρωσης. (Αρχαιολ.) Στην τέχνη, ονομάζεται α. η εργασία για την αναστήλωση αρχαίων οικοδομημάτων, για τη συμπλήρωση έργων γλυπτικής … Dictionary of Greek
ευπρεπισμός — ο η πρέπουσα διευθέτηση, η τακτοποίηση, ο ευτρεπισμός, το νοικοκύρεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευπρεπίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Δημ. Αλεξανδρίδη] … Dictionary of Greek
ευτρέπιση — η (Μ εὐτρέπισις) [ευτρεπίζω] διευθέτηση, τακτοποίηση, συγύρισμα, συμμάζεμα, νοικοκύρεμα μσν. 1. αρματωσιά 2. στον πληθ. αἱ εὐτρεπίσεις τα έργα εξωραϊσμού … Dictionary of Greek
περισυλλογή — η 1. περιμάζεμα, συγκέντρωση πραγμάτων: Διατάχθηκε η περισυλλογή όλων των παλιών εγγράφων. 2. οικονομική διαχείριση, νοικοκύρεμα: Περισυλλογή και οικονομία χρειάζεται το σπίτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)